κόπτω

κόπτω
(ΑM κόπτω)
κόβω*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού κόπτω σε ΙΕ ρίζα *skep- / *skop- / *skap- «χωρίζω με κοφτερό αντικείμενο» (στην οποία ανήκουν τα σκάπτω, σκέπαρνος, κ.ά.) δεν μπορεί να απορριφθεί, αλλά ούτε και να αποδειχθεί.Το κόπτω είναι αντίστοιχο τού λιθουαν. kapiu «πελεκώ, καταρρίπτω». Συνδέεται επίσης με το λατ. capus / capo «ευνουχισμένος κόκορας», το λεττον. kapaju «διασχίζω, πελεκώ» και ίσως το αλβ. kep «πελεκώ». Ο νεοελλ. τ. κόβω σχηματίστηκε υποχωρητικά από τον αόρ. έκοψα (πρβλ. κρύπτω > κρύβω, ράπτω > ράβω).
ΠΑΡ. κόμμα, κομμός, κοπετός, κοπή, κόπος, κοπτήριο, κόπτης κοπτικός, κοπτός
αρχ.
κοπάς, κόπηθρον, κοπίσκος, κοπτούρα, κόπτρα, τα
μσν.- νεοελλ.
κόψιμο
νεοελλ.
κοπτήρας, κόψη.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μσν. κοψόουρος, κόψορχις, κοψοχερίζω
νεοελλ.
κοψοκεφαλιάζω, κοψομεσιάζω, κοψομέσιασμα, κοψομύτης, κοψονούρης, κοψοπόδης, κοψοχείλης, κοψοχέρης, κοψόχορτο. (Β' συνθετικό) α) -κόπτω: ανακόπτω, αποκόπτω, διακόπτω, εγκόπτω, εκκόπτω, κατακόπτω, περικόπτω, προκόπτω, προσκόπτω, συγκόπτω
αρχ.
αντανακόπτω, αντεκκόπτω, αντικόπτω, διανακόπτω, διεγκόπτω, επικόπτω, κερεκόπτω, μετακόπτω, παρακόπτω, παρεγκόπτω, παρεπικόπτω, προανακόπτω, προαποκόπτω, προεκκόπτω, προεπικόπτω, προκατακόπτω, προσανακόπτω, προσαποκόπτω, προσεκκόπτω, προσπερικόπτω, συγκατακόπτω, συμπροκόπτω, συνανακόπτω, συναποκόπτω, συνδιακόπτω, συνεκκόπτω, υπανακόπτω, υπερκόπτω, υποκόπτω, υποσυγκόπτω, χερσοκόπτω
β) -κόβω: νεοελλ. αβγοκόβω, αγουροκόβω, αντικόβω, αντισκόβω, αποκόβω, αφαλοκόβω, μεσοκόβω, νεροκόβω, ξεκόβω, πετσοκόβω, προκόβω, ψιλοκόβω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κόπτω — cut pres subj act 1st sg κόπτω cut pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπτῷ — κοπτόν neut dat sg κοπτός chopped small masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπτώ — κοπτόν neut nom/voc/acc dual κοπτός chopped small masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόπτω — Κόπτος masc nom/voc/acc dual Κόπτος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόπτῳ — Κόπτος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόπτετον — κόπτω cut pres imperat act 2nd dual κόπτω cut pres ind act 3rd dual κόπτω cut pres ind act 2nd dual κόπτω cut imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόπτον — κόπτω cut pres part act masc voc sg κόπτω cut pres part act neut nom/voc/acc sg κόπτω cut imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κόπτω cut imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκομμένα — κόπτω cut perf part mp neut nom/voc/acc pl κεκομμένᾱ , κόπτω cut perf part mp fem nom/voc/acc dual κεκομμένᾱ , κόπτω cut perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόπτεσθε — κόπτω cut pres imperat mp 2nd pl κόπτω cut pres ind mp 2nd pl κόπτω cut imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόπτετε — κόπτω cut pres imperat act 2nd pl κόπτω cut pres ind act 2nd pl κόπτω cut imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”